Ο Μιχαήλ απογοητευμένος από τη ζωή του, πηγαίνει στο φαρμακείο για να αγοράσει σουμπλιμέ (διχλωριούχο υδράργυρο), ώστε να αυτοκτονήσει. Καθ' οδόν συναντάει μια κοπέλα, την Κοντσέτα, με τη μητέρα της. Ο Μιχαήλ την ερωτεύεται σφόδρα και αποφασίζει να την ακολουθήσει μέχρι το Φάληρο. Εκεί ξυπνούν και πάλι οι αυτοκτονικές του τάσεις και ετοιμάζεται να πνιγεί. Για καλή του τύχη η Κοντσέτα τον αρπάζει από τον γιακά και τον σώζει την τελευταία στιγμή. Ο Μιχαήλ πέφτει στην αγκαλιά της και πλέει σε πελάγη ευτυχίας. Ξαφνικά εμφανίζεται η μητέρα της Κοντσέτας και σπάει στο ξύλο τον Μιχαήλ. Εκείνος, προκειμένου να γλιτώσει κρύβεται. Η μητέρα της Κοντσέτας ήσυχη παίρνει μια βάρκα και ανοίγεται στη θάλασσα. Μετά από λίγο, ο βαρκάρης της επιτίθεται ζητώντας της να του δώσει το κομπόδεμά της. Ευτυχώς ο Μιχαήλ αντιλαμβάνεται το συμβάν και σπεύδει να σώσει τη μητέρα, η οποία τελικά τον συμπάθησε και του έδωσε το χέρι της κόρης της.